Translate

μυθοποιήματα μυθοπαρ-εξηγήσεις

Ο χορος της ευρυνομης
Είσαι το πνεύμα του θεού
πάνω απ’ τα νερά των ποταμών
και των υδάτων
είσαι η αρχή των πάντων
είσαι η πύλη των θαυμάτων
ανάσα είσαι και ψυχή.
Εσύ σαι πριν από το φως
εσύ σαι πριν απ’ τη ζωή,
γιατί εσύ σαι η ζωή
ανάσα πρώτη του θεού
αγέρας είσαι και ζωή.
Ψυχή σημαίνει και πνοή
πνοή σημαίνει και αγέρας
αυτόν που πάντα ξεγλιστρά,
τον έπιασε στα χέρια της
η όμορφη Ευρυνόμη.
Γ’ αυτόν που αργότερα
οι όμορφες φοράδες
γυρνούσαν τα καπούλια τους
πάνω στη τραμουντάνα,
αυτόν το πήρε αγκαλιά 
τον έκανε δικό της.
Κι αυτός τη χάιδεψε 
γλυκά και τρυφερά
κι αντί για λόγια έφερε
μυρωδικά απ’ το βορρά
και με πνοή που μύριζε
σα το λουλούδι της νυχτός
πέρασε μες τον κόρφο της  
και τρέλανε τη δύσμοιρη την κόρη.
Και κείνη πέπλα πέταξε
φρονώντας πως θα πέταγε
κι αυτός κι μυρωδιά του.
Αλλά του κάκου.
Έγινε σύννεφο παντού
που ήρθε ολόγυρα της
και σα γλυκιά φωτιά  
της καιγομένης βάτου
σιγόκαιε τα μέλη της.
Πάλι τινάχτει βίαια
η όμορφη παρθένα
σα νάχε πάρει αγκαλιά
το φίδι του κακού
αλλά  το πονηρό αγέρι
το πήρε τίναγμα χορού.
Κι αφού καψάλισε καλά
τις όμορφες λαγόνες
και μύρωσε το μύρο του
απ΄ την κορφή  ως τα νύχια
ξαπόστασε παράμερα
να βλέπει το χορό της.
Κι αφού δεν είχε γάργαρο
νερό να ξεδιψάσει
κοίταξε μες τα μάτια της
τα γαλανά
δροσιά να αποσπάσει.
Και τι να δει ο άμοιρος
τι ‘ταν αυτό που επάθει
η αέρινη του υπόσταση 
φιδίσια είχε αλλάξει. 
Την ώρα τούτη τέλειωνε
ο λάγνος ο χορός της
που για τ’ αγέρι άρχισε
και τέλειωσε για φίδι
αλλά ποια είν’ η διαφορά
δεν κάθισε να ψάξει
γιατί τον άρπαξε ξανά
της κοπελιάς το χέρι
στην κεφαλή τον έθεσε
σαν κτένα στα μαλλιά της
τον έτρεξε στον  κόρφο της
και σ’ όλο το κορμί της
και έσμιξε στα γρήγορα
ξαπλώνοντας στα βόρεια.
Και τότε όλα άλλαξαν
και το ένα γίνανε όλα
και ο κόσμος εγεννήθηκε, 
και ο Έρωτας εφάνη.
Μαζί του η ροδοδάκτυλη Ηώ
κι ο ήλιος κι σελήνη
κι όλα τα αστέρια τ’ ουρανού
κι ο πόντος και η Ρέα
κι η καρποδότρα γη
με τα βαθιά φαράγγια.
Κια θες να μάθεις μυστικό
κια θες να έχεις γνώμη
μεγάλη διαίρεση να λες
την όμορφη Ευρυνόμη.
Και τον αέρα που φυσά
απ’ του βορρά τα μέρη
ψυχοπνοή κι ανάσα να τον λες
και της ζωής το χέρι. 

 ΤΥΦΩΕΑΣ
Σαν έχεις τύχη ν’ αγαπάς
τον  βασιλιά τον Άδμητο
ή ατυχία να ποθείς
την τύχη της Αλκήστης
είτε πατέρα πονηρό
της Τροίας Λαομέδοντα
την Ησιόνη πόδεσε
σφιχτά στο ακροβράχι,
δακρυβρεχτής θα αγρικάς
το χάροντα να σου ‘ρθει  
απ’ τη πλευρά της θάλασσας
σαν άγριο αγέρι.
Όχι τ’ αγέρι του βορρά
που της ζωής ανάσα φέρει
μα του Τυφώνα του σκληρού
από την εμαζεύει.  
Είναι σου λένε μάστορας
στο να σε καταστρέψει
καράβια σπίτια και σοδιές 
κι ανθρώπους θα θερίσει
αφού ο γιος του ο Χάροντας
το αίμα σου μαζέψει
με το φιλί του μαρασμού
την τελευταία ανάσα.
Κι τελευταία ανασαιμιά
δική σου και των άλλων  
θα ζέψει ανεμοστρόβιλο
που κρατερός σαν τύψεις
θα πάρει σβάρνα γειτονιές
σοκάκια και πλατείες
μέχρι να ‘ρθει  απανεμιά
και γιασεμί μυρίσει.
Κια θες να μάθεις μυστικό
κια θες να έχεις γνώμη
τυφώνας είν’ ο θάνατος
στερνής πνοής μαζώχτης
και φίδι σαν τον Πύθωνα
και έρεβος και σκότος.
Κι αυτός που δίνει τη ζωή
την πρώτη την ανάσα
από το βορρά είναι να ‘ρθει
απ’ τον  τρελό βαρδάρη.

Ο ΠΥΘΩΝΑΣ
Μπορεί μια άλλη εποχή
που ανθρώποι δυστυχούσαν
τα όνομα του Πύθωνα
και κείνο του Τυφώνα
να ‘χαν το ίδιο νόημα
κι ολόιδια να ηχούσαν.
Όπως και ‘ναν τα πράγματα
κι δυο τους ήταν δράκοι 
σκοτάδι ‘ταν και θάνατος
και γύρισμα του ήλιου
από την πύλη του ένατου μηνός
ως την αυγή του Μάρτη.
Στη Σπάρτη λέγαν Πάναμο 
τον ιερό τον μήνα
αλλά στην καλλιμάρμαρη
τον λεν Βοηδρομίωνα
τότες που άρχων βασιλιάς
με τον ιεροφάντη
εκήρυσσαν  τα άρρητα
τα άφατα,
μυστήρια ανεκλάλητα.  
Κι ήταν ο θρήνος κι ο χαμός
για την πανώρια κόρη
αυτήνε που την άρπαξε
με συμπαιγνία ο Άδης
μα ΄γω σας λέγω μυστικά
πως γι άλλονε πενθούσαν,   
πενθούσαν τον Απόλλωνα
που έχανε το φως του.  
Πενθούσαν για την άνοιξη
οπού ‘ταν μακριά τους
κι είχανε φόβο στη καρδιά
το φως που ολιγοστεύει
να μην τους τύχει το κακό
κι ο δράκοντας νικήσει.
Κια θες να μάθεις μυστικό
κια θες να έχεις γνώμη
σαν αγρικάς την άνοιξη
και δεις τον Αι Γιώργη
να σημαδεύει το θεριό
και να το αιματώνει  
είναι να ξέρεις πιο παλιό
το έθιμο ετούτο.
Είν’ ο λυράρης ο ξανθός
αυτός που σαϊτεύει 
είν’ ο Απόλλων και το φως
αυτό που θριαμβεύει
είν’ της Λητούς ο γιος
που τη νυχτιά φονεύει.

ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΠΛΑΝΗΤΕΣ ΘΕΟΙ
Πριν από σας Προσέλληνες
πριν απ’ τον ήλιο την σελήνη
αφέντες ήταν και θεοί
οι πέντε νοματαίοι.
Πρώτο τη τάξη βάλανε
λαμπρό και φωτοδότη
αστερισμούς να κυβερνά
βροχής κεραυνοβρόντη.
Κι είχε μαζί του συντροφιά
ο κερατοθρεμμένος
τον τρομερό πατέρα του
που παιδοκαταπίνει
και το παιδί της πετριάς
το γελαδαροκλέφτη
και τη πανώρια θεία του
την αφρογεννημένη
και τέλος τον αφόρητο
το γιο τον ανυπόφορο 
τον που ζητά καυγάδες
και που το αίμα αγαπά
και το σπαθί ματώνει.
Κια θες να μάθεις μυστικό
κια θες να έχεις γνώμη
πρέπει να δεις τον ουρανό
μετά που σουρουπώνει
να τον νε δεις χρόνια πολλά
για να το καταλάβεις
πως όλα τα’ άστρα τ΄ ουρανού
γυρίζουν γύρω ΄πο ένα,
ένα που λένε αρκτικό
αυτό που δείχνει η αρκούδα.
Και ενώ όλα υποτάσσονται
σε τούτη δω την ρότα
οι πέντε δεν ακολουθούν
και δεν μεταλαβαίνουν.
Από αυτό κατάλαβαν
οι τότε σπουδαγμένοι
αρχαίοι μάντεις και σοφοί
και βασιλιάδων γνώμη,
αυτούς αρμόζει να τιμούν
αυτούς να προσκυνάνε
κι από αυτούς γονατιστά
να παίρνουμε συγνώμη.

ΕΡΩΤΑΣ, ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΕΡΓΟ
Έρωτα συ μυριόμυρε
μυριοτραγουδισμένε 
παράτα την φαρέτρα σου 
κι απόστασε καημένε. 
Πιες το νερό απ’ την πηγή
απ΄ την Άρια κρήνη
που τη φυλά νερόφιδο
με μάτια που δεν κλείνει.
Είναι νερό θαυματουργό
κείνο που αποζητούσε
η αδελφή του Αλέξαντρου
για να τον μεταλάβει.
Είναι νερό από δάκρυα
μονάκριβης παρθένας
που στάλα στάλα μάζευε
σ’ αρώματος μπουκάλι.
Είναι βροχή που  έβρεξε
σε μούστο του Διονύσου
και έβρασε σαν το κρασί
σε μπρούσκο γιοματάρι.
Χρυσοβροχή που έβρεξε
μες την αυλή του Ακρίσιου,
αυτήνα πιες σαϊτευτή
πιες τη να σε δροσίσει
όπως την ήπιε η κόρη του
η ξακουστή Δανάη
απ’ την σχισμή του σεντουκιού
την έρση αυτή του Δία.
Αυτή να πιεις ανδρόγυνε
κι αρρώστια δε σε βρίσκει
ούτε κι αυτός ο θάνατος
το γήρας ο αδελφός του
δεν θα μπορέσει να σε βρει
ας είσαι και σιμά του.
Και σαν  την πιεις θα τριγυρνάς
τελάλης στη Αθήνα
με το Διογένη αγκαλιά  
θα τελαλήζεις χαρωπά  
«θάνατος του θανάτου
θάνατος του θανάτου».
Κια θες να μάθεις μυστικό
κια θες να έχεις γνώμη
το μυστικό ειν’  άρρητο
δεν το ΄χει ο καθένας
πρέπει να πιεις πολλές φορές
του έρωτα τη δίψα
και του Ηφαίστου παραγιός
χρόνια τριάντα τρία
όσα τα χρόνια του Χριστού
σε αυτόν να μαθητεύσεις.
Κι όταν διαβείς στο Βόσπορο
του ξυραφιού το δρόμο
και δεν ματώνεις δεν πονάς
τότε θα καταλάβεις
το πιο μεγάλο μυστικό
αυτό που λένε έργο.
Κια θέλεις να το δεις  απλά
κια θες να το λιανίσεις
λίγο πριν σου ανθίσει  ανθός
να τον κορφολογήσεις
μην τον πετάξεις καταγής
μην τόνε χαραμίσεις
να τον φυλάς, και ιερό
κύπελλο να γεμίσεις .


ΟΥΡΑΝΟΣ
Κάθε φορά που σε θωρώ
πρωτογενή  αυτοκράτορα
ο λογισμός μου φτερουγά
σ΄ ένα σεβάσμιο δάσκαλο
που μ΄ είχε δασκαλέψει
να μη κοιτώ ότι φαίνεται
μα να ζητώ το νόημα
το πίσω από τη λέξη.
Και γω λοιπόν τον άκουσα
και έδεσα μαντίλι
και το νοούμενο ζητώ
και το κρυμμένο μυστικό
το σπάζω με φυτίλι.
Λέγαν λοιπόν οι μαθητές
του πρώτου σταυρωμένου
εκεί που συναθροίζονταν
κρυφά στον Ελικώνα
πως ήταν πρώτα η Νυχτιά
πουλί σαν το κοράκι   
που φτερουγούσε ασύντελα
στου Ερέβους  το σκοτάδι.
Κι ο φτερουγοαγέρας της
σαν μέστωσε και ωρίμασε
εγίνηκε  η ουρά της,  
αυτό που λένε άβυσσο
ή όπως αλλιώς το χάος
που δεν σημαίνει σύγχυση
ούτε και αταξία.
Γιατί ουρά είναι σπορά
και χάος όταν σπείρεις
θα γεννηθεί τ΄ αγέννητο
αυτό που είναι κρυμμένο.   
Κι εσύ γεροπατέρα μας    
αυτό πόχες κρυμμένο
πίσω από κρήνη Άρια ,
ήτανε η βροχούλα.
Αυτή ήτανε το σκήπτρο σου
αυτός ο έρωτας σου
γαιυτό ‘ταν που γεννήθηκες
νάσε σπερματοδότης
μαζί με την πλατόστηθη
γονιός και καρποδότης.
Κι άσε τους άλλους να φρονούν
μαζί τους και τη Γέα
πως είναι πράξη ανόσια
παιδιά να παραχώνεις.
Εμείς του Ορφέα τα παιδιά
που έχουμε τη γνώση
ξέρουμε πως η πράξη σου
είμαι μεγάλο έργο
σαν το μολύβι αλχημιστών
που βάζεις στο καμίνι
και όταν το βγάζεις από κει
χρυσάφι έχει γίνει.
Κια θες να μάθεις μυστικό
κια θες να έχεις γνώμη
ψάξε του λόγου τ΄ αληθές
και κοίταξε μ΄ αγρύπνια,
το σκήπτρο ήταν ο φαλλός
και όταν του το επήραν
εχάθηκε ο θρόνος του   
εχάθει το βασίλειο.  
Ένα βασίλειο που άρχισε
στη σκοτεινή τη μήτρα
και τέλειωσε σε θάλασσα
αγεροχτυπημένη
από το πνεύμα του θεού
και αιματοχυσία. 
Και ενώ το πνεύμα γέννησε
την αφρογεννημένη,
μονάκριβη ελπίδα μας
την ποντογεννημένη,  
το αιμοσπέρμα εγέννησε
τα βάσανα τις Κήρες
αυτές που σέρνουν τους νεκρούς
μετά από τη μάχη
αυτήνα την αιώνια
αυτή των δύο φύλων
και όχι για εκείνη που έκλεγε
τον άνδρα η Ανδρομάχη.

ΕΡΜΗΣ
Εσύ της νύχτας πιάσιμο
βαθύσκιωτου σπηλαίου
εσύ ‘σαι που πρωτόβαλες
το φόκο του Ηφαίστου.
Ήσουν παιδί στα σπάργανα
κι απέδρασες του λίκνου
για να διαβείς φιδόσπιτα  
και να τα ξερευνήσεις.
Πες μου εσύ αρχάγγελε
και περιστέρας κούρε   
γιατί ποθείς την πονηριά
τι θες και μπερμπαντεύεις;   
Δείξε μου τα πατήματα
μες τα βαθιά σκοτάδια
απ’ της Κυλλήνης το σπηλιό 
στο Όλυμπο να πάω.
Εσύ δεν πας γυρεύοντας
εσύ  δεν πας ζητώντας
κι από την χαραμάδα αν θες
θα μπεις λαφροπατώντας.
Τι θέλεις και λιμπίζεσαι
του Ολύμπου τα γελάδια
πού χαν χορτάσει τρυφερό  
χορτάρι νοτισμένο
από αγριοπερίστερα
από τις Πελειάδες
αφού το ξέρουν οι θεοί
το ξέρουν κι ανθρώποι
πως δεν σου πέφτει ούτε μπουκιά
απ΄ το φαγοπότι.
Πες μου γιατί σε βλέπουμε
σ΄ όλα τα σταυροδρόμια 
σαν το φαλλό, σαν Ιανό
σαν ‘να σωρό λαλάρια.
Ζήλεψες μήπως του Άρεως
την ιερή την πέτρα
η μήπως του Απόλλωνα
τη φτάχορδη τη λύρα
ή όπως λέει η μάνα σου
είσαι γι΄ ανθρώπους για θεούς
κακοτυχιά και Κήρα;
Τίποτα απ΄ όσα λέγονται
δεν είναι η αλήθεια
και αν θα λείψει ο Πονηρός
θα λείψει η ελπίδα
γιατί αυτός η ατραπός
αυτός το μονοπάτι
από αυτόν γεννιέται νιος
γεννιέται το κοράσι. 
Κια θες να μάθεις μυστικό
κια θες να έχεις γνώμη
κια θες να μάθεις τις  Ερμές
και τι είναι σταυροδρόμι
είναι εκεί που ενώνονται
αρσενικό και θήλυ
κι είναι σπέρμα η πετριά
και o έρωτας στο δείλι.

ΑΡΗΣ
Κάποτε υπήρχανε στη γη
μονάχα σταυρομένοι
γένος μονάχα ανδρικό
με νύμφες παντρεμένοι.
Η γη δεν ποτιζότανε
λουλούδια δεν ανθούσαν
μονάχα μια χρυσομήλια
και μια αγριάδα .
Το δένδρο ήταν δυτικά
στου Άτλαντα τη χώρα 
μα το βοτάνι το ΄βρησκες
παντού στην ενδοχώρα.
Το δένδρο ήταν χάρισμα
στην Ήρα την παρθένα
ήτανε δώρο παντρειάς
από τη Γη μητέρα.
Για το βοτάνι λέγανε
πως ήτανε μια άρα
λέξη που τότε σήμενε
ευχή μα και κατάρα.
Το δέντρο ποτιζότανε
από τις περιστέρες,
νέκταρ νότιζαν τον καρπό
κι όταν τον τριγούσαν  
το φέρναν στους αθάνατους
μέσ’ απ’ τις συμπληγάδες
το σώμα τους να θρέψουνε
να νιώσουν βασιλιάδες.
Αλλά το γαιδουράγκαθο
αυτό που λέγαν άρα  
κανείς δεν το πλησίαζε
με φόβο μη ματώσει
με τα πολλά αγκάθια του
να μην τονε πληγώσει.
Ήταν λοιπόν Παρασκεύη
της σταύρωσης η μέρα
τότε που η Ήρα έμαθε
της Αθηνάς τη γέννα.
Γιατί λαμπρέ κεραύνιε
γιατί νεφομαζώχτη
δεν είμαι άξια εγώ
το σπέρμα σου να φέρω
δεν είμαι άξια εγώ
παιδί να καταφέρω;
Πώς να της πει τα ανείπωτα
και πώς να τηνε πείσει
πως είναι γέννα δίδαγμα
και όχι απιστία
πως είναι γέννα μαγική
όμοια με της Δανάης
πως ν΄ απαλύνει την ντροπή
γυναίκας που πονάει;
Εκείνη τόχε κατά νου
να του ανταποδώσει
και με το ίδιο νόμισμα
να τον αποπληρώσει.
Γι΄ αυτό λοιπόν τραβήχτηκε
στης Εύβοιας την λίμνη
να πλύνει σώμα και ψυχή
παρθένα όπως είν΄ η γη
πάλι να ξαναγίνει.
Κι όταν Λουσία έγινε
και μύριζε σαν μύρο
το κλάμα πάλι έπιασε  
και γέμισε τα μάτια.
Κι απ την πολλή θολούρα της
και την απελπισιά της
ζεϊμπέκικο εχόρεψε 
τη μαύρη γη κτυπούσε
κι ήταν χτυπήματα βαριά
στου Ηφαίστου το αμόνι
π’ ούτε η καμπούρα του κουτσού
δεν θα τηνε σηκώνει.
Γι αυτό και η πλατόστηθη
τον πόνο ν’  αποφύγει
εκεί που την εχτύπαε
εφύτρωσε  το αγκάθι
να την ματώσει να πονά
να την απαρατήσει.
Και σαν η Ήρα μάτωσε
και λέρωσε το χώμα
πετάχτηκε και φύτρωσε
ένα πελώριο σώμα
ορθώθηκε σαν το φαλλό
που βλέπει το κοράσι
και σαν τρελό πολεμιστή
μ’ αίμα πούχει χορτάσει.
Κι έτσι πήρε το όνομα
επήρε και τη χάρη
από την άρα την ευχή
απ΄ τη κατάρα Άρη.
Κια θες να μάθεις μυστικό
κια θες να έχεις γνώμη
ο Άρης είναι ο φαλλός
και το βοτάνι άρα
σαν πολεμά κι είναι ορθός
ξορκίζει την κατάρα
αλλά στον πόλεμο αυτό
δεν έχει την αιγίδα
και έτσι συχνά λαβώνεται
ματώνει και πληγώνεται
και χάνεται η ελπίδα.  

Τα σκυλιά της Εκάτης 
Ψίθυροι μοιάζαν μακρινοί
ή κλάμα που χει πια ξεσπάσει
αγέρας που χει ξεσκεπάσει
τις σκέψεις που χες στο μυαλό

Μαργαριτάρια από μολύβι
μουτζούρες πάνω στο χαρτί
παιδί που ρώταγε γιατί
και συ δεν βρήκες τι να πεις

Μαρμαρωμένος ναυαγός
που δεν μπορεί να κολυμπήσει
αστέρι που χει ξεψυχάσει
πριν ανεβεί στον ουρανό

Σα βγω απ αυτή τη φυλακή
άγγελοι θα με σεργιανίζουν
με λόγια θα με βασανίζουν
για την αιώνια  στιγμή

Θα με ακούνε ν' αλυχτώ
σαν τους συντρόφους της Εκάτης
μέσα στους δρόμους της Βαγδάτης
υπόσχομαι πως θα χαθώ

Κι αν με ρωτήσουν θα ορκιστώ
στης Στύγας τα νερά θα πέσω
όνειρο να σε καταθέσω
στης Μνηνοσύνης το βυθό

ΓΑΙΟΣΕΙΣΤΗΣ
Σ' αγνάντευσα άρχοντα τρανέ
μέσ' το βαθύστερνο τον πόντο
σε είδα πάνω στις αιγές
στο αφρισμένο κύμα
σα το πουλάρι χόρευες
στις άκρες των κυμάτων
ποιος σ' έκανε κι αντάριασες
και θύμωσες Αιγέα;
Να ταν η Αίθρα που 'θελε
να το κυοφορίσει
το μήλο το μονάκριβο
το χρυσογεννημένο;
Τι σ' έκανε γαιήοχε
και είσαι μανιμένος
και θες τα έγκατα της γης
να τα ταρακουνήσεις;
Ήταν το κλάμα τ' ουρανού
που σ' έκανε να πάρεις
τη φοβερή σου τρίαινα
και να την εφυτέψεις
πο κάτω από τον αφαλό
της έρημης Τηθύος
τι σούφταιξε ενάλιε
το αρμυρό το ύδωρ;
Ήρθαν και σου 'παν
πως ο νιος
το όμορφο κοπέλι
ο Ταύρος πως το ξέκανε
πως δεν υπάρχει πλέον
και το πανί που έπρεπε
να είναι σαν την αίγα
το είδαν σαν του κόρακα
το χρώμα του το μαύρο.
Κι αν ήσουν σαν και μας βροτός
ανάμεσα στους φώτες
θα 'ριχνες ένα πήδουλο
στου Σούνιου την άκρη
αλλά εσύ σ' αθάνατος
τι να σου κάνει ο Χάρος
γιαυτό ξεσπάς τη μάνιτα
στους ναυτικούς τους δόλιους
που έτυχε ιέρειες
να έχουν στο κρεβάτι
και να μαθαίνουν έρωτα
στης Αθηνάς το χώμα.
Κια θες να μάθεις μυστικό
κια θες να έχεις λόγο
είναι ο μύστης ναυτικός
όπως ο Οδυσσέας
Κι ο τελευταίος βασιλιάς
το γόνη του Θησέα,
Αιγέα  τονε λέγανε
κι 'ταν ο γαιοσείστης.




No comments:

Post a Comment